- ἀξιομνημόνευτος
- ἀξιομνημόνευτοςworthy of mentionmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αξιομνημόνευτος — η, ο (AM ἀξιομνημόνευτος, ον) ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός … Dictionary of Greek
αξιομνημόνευτος — η, ο άξιος να μνημονεύεται, σημαντικός: Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι χρονολογία αξιομνημόνευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιομνημόνευτον — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc sg ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονευτότερος — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτου — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτους — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτων — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημονεύτῳ — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτα — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομνημόνευτοι — ἀξιομνημόνευτος worthy of mention masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)